twitter
rss

Η ΟΠΙΚ αποτελεί μια προσπάθεια να γράψει η ίδια η κοινότητα την ιστορία της μέσα από ένα μωσαϊκό αφηγήσεων.

Αφορμή  στάθηκε μια σειρά ανοικτών σεμιναριακών μαθημάτων που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία κατοίκων της Κυψέλης και αποσκοπούσαν στην εξοικείωση εθελοντών με τη μεθοδολογία της Προφορικής Ιστορίας
Από 14 Μαρτίου έως 18 Απριλίου 2011 τριάντα εθελοντές, άγνωστοι οι περισσότεροι μεταξύ τους, παρακολούθησαν έξι τρίωρα μαθήματα (από την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη, την κοινωνική ανθρωπολόγο Ρίκι βαν Μπουσχότεν και την ιστορικό Λήδα Παπαστεφανάκη) σε αίθουσα με τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό (τηλεόραση, βιντεοπροβολέα κ.τ.λ.) που πρόθυμα παραχώρησε το Ε.Μ.Π. 

Με την ολοκλήρωση των μαθημάτων οι εθελοντές, κάτοικοι Κυψέλης οι περισσότεροι, αλλά και μεταπτυχιακοί φοιτητές από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Ε.Μ.Π., ανέλαβαν την υποχρέωση  να πάρουν τρεις συνεντεύξεις από ισάριθμους πληροφορητές.

Η δουλειά της Ομάδας οργανώθηκε κατά θεματικές, με κύριους άξονες α) τη δεκαετία του ’40, με άλλα λόγια, το βίωμα της Κατοχής και το τραύμα του Εμφυλίου, β) την Καθημερινή Ζωή σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αθήνας από τον Μεσοπόλεμο και, κυρίως, από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα,  γ) τη Μετανάστευση, που ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει επιφέρει τεράστιες αλλαγές στη δημογραφία της περιοχής.
Τις πολύ ενδιαφερουσες συνεντεύξεις μπορείτε να τις δείτε εδώ...

Όσοι από μας προτιμήσαμε τη θεματική ομάδα της Καθημερινής Ζωής ξεκινήσαμε αναζητώντας όψεις της Κυψέλης που σήμερα έχουν λησμονηθεί και ίχνη του παρελθόντος  που επιβιώνουν στην καθημερινότητα των σημερινών κατοίκων της. Βρήκαμε πολύ περισσότερα: ανθρώπους κάθε ηλικίας πρόθυμους να μας μιλήσουν για τη ζωή τους και τη γειτονιά τους, να μας δεχτούν στα σπίτια τους ή στον επαγγελματικό τους  χώρο και να μοιραστούν μαζί μας, με απλότητα και αμεσότητα, προσωπικές εμπειρίες τους από την Κυψέλη. Και ακόμη, ανθρώπους που συχνά επιχειρούσαν με νηφαλιότητα, αλλά και χιούμορ, τη σύγκριση του χθες με το σήμερα, με το τώρα της κρίσης εν τη γενέσει της. Οι αφηγήσεις τους αναφέρονται σε πλήθος επί μέρους θεμάτων, όπως η ανοικοδόμηση και η σταδιακή αλλαγή του αστικού τοπίου, η οικογενειακή ζωή, η εργασία, η εκπαίδευση, οι συνήθειες, η ψυχαγωγία και η διασκέδαση, τα νεανικά στέκια, οι επαγγελματίες της περιοχής, με άλλα λόγια, φέρνουν στην επιφάνεια τα πολλά πρόσωπα της Κυψέλης επανεξετάζοντας τις ωραιοποιήσεις του παρελθόντος και τους στερεοτυπικούς – αρνητικούς – χαρακτηρισμούς που ολοένα και συχνότερα πια συνηθίζεται να της αποδίδουν" Κ.Κ.

Η καθημερινή ζωή στην Κυψέλη – Οι μαρτυρίες

Το  τοπίο ή από...τη στάνη στο διαμέρισμα

[...] Στάνη υπήρχε και εδώ στην οδό Κυψέλης [...], που είναι τώρα τα λουλούδια που εδώ πουλάνε; Μεταξύ Ιθάκης και Ύδρας. Ήταν μαντρί. Στην Κατοχή ήταν αυτό [...] Το κοπάδι το έβγαζε έξω στην Κυψέλης. Τα πρόβατα διέσχιζαν την Κυψέλης και το τραμ ανεβοκατέβαινε. Τέτοιες φωτογραφίες μπορούσαμε να είχαμε; Μόνο στη μνήμη μου τα έχω αυτά τα πράγματα. [Σ.Μ.]

Η  περιοχή δεν έχει  καμία σχέση [αρχές του ’50] με αυτό που είναι  τώρα. Κατ’ αρχάς όλα τα σπίτια ήταν μονώροφα.  Δεν υπήρχε καν διώροφο. ΄Η μονώροφα με υπόγεια λόγω της κλίσης του εδάφους [...]Υπήρχαν πολλά άκτιστα οικόπεδα , τεράστια, στα οποία παίζαμε βέβαια. Οι  δρόμοι ήταν όλοι χωματόδρομοι και ψιλογκρεμοί , μονοπάτια στις ανηφόρες.
Υπήρχε πολύ πράσινο , πολλά δένδρα. Στον  κήπο μου είχαμε είκοσι εννέα πεύκα μεγάλα, χώρια αμυγδαλιές, ελιές,  ροδακινιές [...] Και  βεβαίως εκεί  πέρα υπήρχαν  σαράντα κότες, όταν  ήμασταν  μικρά  υπήρχε η κατσίκα για το γάλα, γιατί η  μάνα μου  δεν είχε εμπιστοσύνη στην ΕΒΓΑ, και  παίζαμε  κιόλας με τα ζώα. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον αυτό, άλλο αν τα σφάζαμε το Πάσχα, άλλο αυτό.     [Κ.Τ.]
 
Εγώ ήρθα απ’ την Ρουμανία, το Βουκουρέστι το... του Αγίου Δηµητρίου το 1947. Ως τότε ήµουνε στο Βουκουρέστι, εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγαινα στο σχολείο, αλλά μετά ήρθαν έτσι, ο πόλεμος, τα διάφορα κι είμαστε αναγκασμένοι να φύγουμε. Ήρθαμε µιά μέρα βροχερή και - το θυµάµαι πολύ καλά - που όταν φτάσαμε στον Πειραιά έλεγα της µαµάς µου, «Εδώ είναι χωριό, πάμε να φύγουμε πίσω». Ήρθανε οι φίλοι... οι θείοι µου, µας πήρανε στο σπίτι τους, εδώ στην Κυψέλη, Κύπρου 66, που ήταν ένα τριώροφο σπίτι µε κηπάκο, αλλά η Ιωάννου Δροσοπούλου και η Επτανήσου ήτανε χωµατόδροµοι. Και κλάμα, κακό εγώ, δε λέγεται. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε η ξαδέλφη µου, η πρώτη µου ξαδέλφη και µε πήγανε στη Φωκίωνος Νέγρη που ήτανε ε...τότε μόλις είχε βγει...είχε γίνει το Σελέκτ...εδώ, στην γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Επτανήσου και εγώ τα ’βλεπα όλα σαν παλιατζούρες. [...] [Α.Λ.]

Η οδός Δροσοπούλου ήταν άστρωτη, ήταν χωράφι. Απέναντι είχαμε άλλα χωράφια που είχανε γαζίες, μοσχοβόλαγε ο τόπος. Πολύ ωραία ήτανε. Διώροφα, μονοκατοικίες, τότε είχαν αρχίσει κάποιες πολυκατοικίες αραιά και που. Το πιο ψηλό σπίτι ήταν τριώροφο… [Τ.Ζ.]

 [...] Η γειτονιά έχει [αρχές του ’50] αυτά τα ελάχιστα σπίτια που μένουν ακόμα, η Σπετσών, κάτι διώροφες πολυκατοικίες και κάτι τέτοια, αλλά έχει και πάρα πολλά φτωχά σπίτια, δηλαδή αυτό το...καγκελόπορτα με την εσωτερική αυλή και γύρω γύρω τα δωμάτια και...τα κεραμίδια. Η γωνία Ευβοίας και Σπετσών ανεβαίνοντας δεξιά ...ήτανε μία σειρά από χαμηλά σπιτάκια, δηλαδή εμείς στο σπίτι μας από τον πρώτον όροφο βλέπαμε όλο τον Υμηττό και τον Λυκαβηττό και, αν σκύβαμε, απ’ το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου βλέπαμε και την Ακρόπολη[...]    [Π.Π.]

Ο χειμώνας ήταν έξω δηλαδή πολύ δύσκολο να κυκλοφορήσεις στη γειτονιά όταν έβρεχε, ειδικά διότι δεν υπήρχε αποχέτευση ομβρίων. Όλη η Κυψέλη ήταν κάπως ορεινή. Από τότε που ρίξαν  την άσφαλτο, γιατί παλιά όταν ήταν το χώμα ρούφαγε και λίγο, εντάξει, αλλά μετά που ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι, όλο το νερό , έπρεπε να πατήσεις σχεδόν μέχρι το γόνατο για να περάσεις [...] Το καλοκαίρι έκανε πάντα ζέστη [...] Είχα τύχει σε καύσωνα που ανέβαινα την οδό Δοιράνης και είχε λιώσει η άσφαλτος και έτρεχε σαν ποταμάκι, και θυμάμαι μου άρεσε να πατάω πάνω στην άσφαλτο και πήγα σπίτι με τα παπούτσια  τέτοια, και έφαγα το ξύλο της αρκούδας. Τέτοια ζέστη. Απλώς ήταν υποφερτά γιατί ήταν ανοικτά, φύσαγε αέρας, ήταν τα σπίτια μικρά, κυκλοφορούσε ο αέρας, δεν είχε τις αντανακλάσεις αυτές που έχει τώρα με τα μπετά και κυρίως δεν είχε τα κλιματιστικά που βγάζουν τη ζέστη έξω. Ήταν πολύ υποφερτά. Ειδικά με ένα καπέλο δεν είχες καν πρόβλημα, έλεγες, κάνει ζέστη, είναι καλοκαίρι. Τώρα είναι ανυπόφορα σχετικά στις μέρες του καύσωνα. [Κ.Τ]

[…] Έτσι μετακινηθήκαμε εκεί [Φωκίωνος Νέγρη και Ζακύνθου, αρχές του ’50], στον 4ον όροφο, είχαμε όλοι πια τα δικά μας δωμάτια, λουτρό, δηλαδή,  αν και το σπιτάκι μας της Καλλιθέας είχανε γίνει διάφορες επισκευές και είχαμε αρκετές ευκολίες,  αυτό [το διαμέρισμα] ήτανε κτισμένο για μια  αστική οικογένεια που ζούσε... ήθελε να ζήσει λιγάκι πιο σωστά τη ζωή της.  Βεβαίως δεν ήταν πολύ σπουδαία αρχιτεκτονικά η πολυκατοικία, τώρα το λέω  με απαιτήσεις αρχιτεκτονικές εγώ, αλλά είχε μεγάλη υποδοχή, φανταστείτε 13 μέτρα μήκος όπου χωριζότανε σε σαλόνι, ας πούμε, και τραπεζαρία, τα υπνοδωμάτιά μας με βεραντάκια κι αυτά, και κυρίως πολύ φωτεινή κουζίνα για τη μητέρα μας, η οποία  ήτανε κλασική νοικοκυρά,  έμενε μέσα, είχε και τη...μία βοηθό τότε ( έτσι πάντα που συνηθιζότανε), με τα βοηθητικά της δωμάτια, με τα μικροδωματιάκια για πρόχειρη τραπεζαρία…είχε όλες τις ανέσεις  και κυκλοφοριακά είχε και τη μυστική κυκλοφορία εσωτερικά και την επίσημη από την άλλη μεριά. Βέβαια ήταν μεγάλος ο περιορισμός της μητέρας μου, πέρα από το ότι είχε πολύ ωραίο φως και  θέα προς τα Τουρκοβούνια, ήτανε εσωτερική η κουζίνα οπωσδήποτε, δεν είχε το περιβολάκι της... κοτούλες, την πρασινάδα της που έκοβε από τα...μέχρι και μαρουλάκια, τα μυρωδικά φυτά και όλα αυτά, αλλά είχε και μια ξεκούραση πια, όπως μεγάλωνε η οικογένεια και οι γονείς, δεν είχε τις αυλές, δεν είχε το πεζοδρόμιο, τα σκαλοπατάκια να πλένει, να κάνει, να σφουγγαρίζει  - ήτανε δηλαδή μια διαφορετική ζωή που αρχίζαμε  να κάνουμε. [Μ.Φ.]

[...] για πολλά χρόνια ήταν πολύ ωραία η Κυψέλη. Τώρα λίγο είναι πιο δύσκολη η κατάσταση, έχει αλλάξει πάρα πολύ. Το γνωστό, δεν γνωριζόμαστε πλέον. Λίγους γνωρίζουμε στην πολυκατοικία. Μπήκαμε το ’67, ’68 μπήκαμε εδώ, στην πολυκατοικία. Καινούργια, δηλαδή, τότε μας παραδόθηκε. Δώσαμε αντιπαροχή το σπίτι και μπήκαμε εδώ. Και τότε είμαστε όλοι γνωστοί, ήταν διαφορετικά. Μετά σιγά-σιγά έχει αλλάξει το τοπίο. Ε, είναι πολλοί. Και ξένοι και Έλληνες. Που δεν ξέρουμε δηλαδή. Δεν είναι μόνο οι ξένοι. Δεν είναι θέμα. Με ξένους έχουμε πολύ καλές σχέσεις μέσα στη πολυκατοικία, δεν υπάρχει, δηλαδή, δεν είναι αυτό το πρόβλημά μας. Και άλλαξε η γειτονιά. Ε, δεν νιώθεις πια το ίδιο καλά όπως ήταν παλιά. [Α.Π.]

Τώρα γνωρίζω ότι υπάρχουν ξενοίκιαστα διαμερίσματα και δεν νοικιάζονται, γιατί δεν θέλουνε ξένους, γιατί, λέει, το νοικιάζεις σε δύο και μένουνε δώδεκα, ξέρω ’γω. Πέρασε μία κυρία η οποία μου λέει ότι έχει βγάλει φωτογραφίες εδώ όταν ήταν μαθήτρια, το γάμο της, την κόρη της, το γάμο της κόρης της και έχει βγάλει και την εγγονή της. Ε, λέω, πού είστε; Α, μου λέει, έχω φύγει. Έφυγαν οι κυψελιώτες ή οι της Φωκίωνος Νέγρη. [Σ.Κ.]

Η γειτονιά

[...] οι μόνοι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι στην Κυψέλη ήταν η Κυψέλης και η Σπετσών [...] εμείς, εγώ κι ο αδερφός μου που είναι δυο χρόνια μικρότερος, θυμόμαστε τη Σπετσών ασφαλτοστρωμένη [δεκ.’50], η Κερκύρας ήτανε ρέμα και μας φαινότανε τεράστια, πολύ φαρδιά, γιατί είχε και χαμηλά σπίτια και άχτιστα οικόπεδα και...όταν φτάναμε  μόνοι μας μέχρι την Κερκύρας ήτανε μεγάλο ταξίδι...και ήταν ένας αχανής δρόμος σαν μεγάλο οικόπεδο, με αραιά σπιτάκια, με κάτι μικρές ταβέρνες εκεί που ανέβαινε η Ευβοίας προς τα Τουρκοβούνια.    (Π.Π.)

[...] τα προσφυγικά του Πολυγώνου [...] ήτανε πιο χαμηλά απ’ το επίπεδο του δρόμου, δηλαδή εμείς για να πάμε να παίξουμε στο Πεδίο του Άρεως ή στην τότε ονομαζόμενη αλάνα, όταν διασχίζαμε τη Ζακύνθου μέχρι απάνω, κατέβαινες, πέρναγες μέσα απ’ τη γειτονιά που ήτανε προσφυγικά σπιτάκια με δρομάκια και όλα αυτά και ξανανέβαινες μπροστά από τη σχολή Ευελπίδων[...] Εκεί ήτανε μια συνοικία με άπειρο κόσμο μέσα  [...] Ήταν πολύ μικρά σπιτάκια, ελάχιστα, τα οποία τα είχανε χτίσει βέβαια, οι στέγες ήτανε τσίγκος κλπ, στην αρχή ήτανε όλο και πιο φτωχά, αλλά μετά κάπως... [...] και εκεί τα παιδά παίζαν στον δρόμο κλπ, περνάγαμε μέσα από μία άλλη συνοικία για να βγούμε στο Πεδίο του Άρεως. Ήτανε μια άλλη, εντελώς διαφορετική γειτονιά  που οι άνθρωποι πηγαίναν στις δουλειές τους και γύριζαν το βράδυ [...]                  (Π.Π.)

Κατά τη γνώμη μου, μετά το σεισμό του 1981 σιγά -σιγά έχουμε μια βαθμιαία αποχώρηση των παλαιών κατοίκων της περιοχής. Η αλήθεια είναι ότι είχε χτιστεί πάρα πολύ η Κυψέλη με πολυκατοικίες πενταώροφες και εξαώροφες, δεν υπήρχαν ελεύθεροι χώροι, δεν υπήρχε πράσινο, δεν υπήρχε πάρκινγκ, γενικά οι συνθήκες ήτανε ασφυκτικέ ...Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές δεκαετίας του ’90 έρχεται το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα που είναι Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Πολωνοί δηλαδή μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Εγκαθίστανται κυρίως στα υπόγεια και στα ισόγεια των πολυκατοικιών, όπου τα ενοίκια είναι φτηνά. Και αρχίζουν να εργάζονται, οι άντρες κυρίως  ως οικοδόμοι και οι γυναίκες ως οικιακές βοηθοί. Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα έρχεται προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και αρχές του 2000 και είναι μετανάστες κυρίως από χώρες της Αφρικής. Αλλάζει το τοπίο της γειτονιάς. Αρχίζουν, όχι αρχίζουν γιατί είχαν αρχίσει, είπαμε, από το ’81, αλλά σιγά-σιγά αποχωρούν οι παλαιοί κάτοικοι και αλλάζει η κοινωνική σύνθεση της γειτονιάς. [Μ.Μ.]

Κοίταξε, αλλάζει το περιβάλλον αισθητικά μόνο, δηλαδή το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι αυτό, είναι σαν ανάποδο γαμώτο εδώ πέρα, δηλαδή δεν έχει τίποτα , πουθενά, το μόνο που έχει είναι το πάρκο Κύπρου και Πατησίων, όπου και με χίλια ζόρια κρατήθηκε, γιατί τώρα έχουν κόψει το νερό, φαντάζομαι να το ξέρεις αυτό, ο δήμος έχει κόψει την υδροδότηση στην Κύπρου και Πατησίων και απ' την άλλη έχουν μαζευτεί και ντιλέρια ας πούμε υπάρχει γενικά μια μάχη του πάρκου με τους κατοίκους, οι κάτοικοι δεν πάνε στο πάρκο οπότε ξέρεις. Αυτό δεν υπάρχει λίγο ομορφιά. [Σ.Ρ.]

Οικογενειακός προϋπολογισμός

[...] η γιαγιά μου λοιπόν [...] κανόνιζε τα πάντα.
Ο μπαμπάς μου, ας πούμε, ερχόταν και της άφηνε το…ημερομίσθιο, έπαιρνε τότε…στο δωμάτιό τους μέσα, όπου ήταν ένας μεγάλος καθρέπτης… στο περβάζι στον καθρέπτη, κάθε βράδυ, ερχόταν και άφηνε το ημερομίσθιο και από 'κει η γιαγιά κανόνιζε, ας πούμε, για τα ψώνια, για το ένα και το άλλο, για τι θα πάρουμε για 'μας, όποιος χρειαζόταν κάποιο ρούχο, η γιαγιά κανόνιζε όλα. [Α.Π.]

Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα…είχε μαθητεύσει σε ένα μοδιστράδικο στην Κυψέλη και συγκεκριμένα στη Φωκίωνος Νέγρη και από 15 χρονών είχε ξεκινήσει και ασκούσε το επάγγελμα της μοδίστρας...το ένα από τα δωμάτια του σπιτιού ήτανε το εργαστήριο της. [...] Εκείνη την εποχή, υπήρχανε κορίτσια που τελείωναν το δημοτικό, δεν συνέχιζαν, δεν πήγαιναν στο γυμνάσιο αλλά οι γονείς τους έρχονταν και ζητούσαν από τη μητέρα μου να τις πάρει για να μαθητεύσουν στο εργαστήριό της. Λοιπόν, είχε η μητέρα μου τέσσερα – πέντε κορίτσια …από 12 έως 16 ετών …τα οποία έρχονταν και μάθαιναν από τις απλές τις βελονιές μέχρι το μάθημα της κοπτικής, που ήτανε μετά το δεύτερο χρόνο [...] Θυμάμαι ότι στην αρχή κάθε σαιζόν, δηλαδή Οκτώβριο, Ιανουάριο ή ξέρω ‘γω…καλοκαίρι, Ιούνιο, πήγαινε και αγόραζε όλα τα γαλλικά φιγουρίνια που είχανε μέσα όλη την καινούργια μόδα της εποχής και έρχονταν οι κυρίες, οι πελάτισσες της, ξεφύλλιζαν τα φιγουρίνια συζητούσανε για το τι θέλανε να ράψουνε, συνήθως ήτανε τα παλτά και τα φουστάνια το χειμώνα, τα καλοκαιρινά ρούχα το καλοκαίρι και τα μαντώ και τα «ντεμι- σεζόν» το φθινόπωρο. Πολλές φορές πηγαίνανε και ψωνίζανε μόνες τους οι πελάτισσες τα υφάσματα.… στη γειτονιά υπήρχαν πάρα πολλά μαγαζιά με υφάσματα. Πουλούσαν υφάσματα με το μέτρο. Εκείνη την εποχή δεν ήτανε πολύ εύκολο να βρεις prêt-a-porter, δηλαδή το έτοιμο να φορεθεί, όπως βρίσκεις σήμερα και οι γυναίκες, ιδίως οι αστές, είχανε την άποψη ότι άλλο πράγμα ήτανε το ετοιματζίδικο, το οποίο δεν στρώνει απόλυτα στο σώμα και άλλο πράγμα είναι το ραμμένο στο σώμα σου. [Μ.Μ.]

[τα μικρότερα μαγαζιά] κλείσανε, αλλά τώρα έχει ανοίξει ένα μαγαζάκι εδώ, Αγία Ζώνης, δύο τετράγωνα πιο πάνω από ’µας, το οποίο άνοιξε και τεφτέρι [...] Ήτανε μια κυρία πριν από µένα, «Γράψ’ το µου σε παρακαλώ». Και βλέπω βγάζει το τεφτέρι και τα γράφει. Και έμεινα µε το στόμα ανοιχτό γιατί πριν, όταν ήρθα κι εγώ απ’ την Ρουμανία, ήταν ένας..εδώ, Ιωάννου Δροσοπούλου, ένας μπακάλης, κι αυτός, «γράψ’ το µου» ήτανε και µου έκανε εντύπωση, λέω, «Κοίτα πώς γυρίσαμε στα παλιά!»[...] Μου ’κανε εντύπωση. Και μάλιστα τον ρώτησα και µου λέει, «Τι να κάνομε, να βοηθάμε λίγο και τον κόσμο».  [Α.Λ.]

Τα παιδικά χρόνια

Άλλη μια φορά, ε, ίσως αμέσως μετά την Κατοχή, ε, δεν είχα παπούτσια. Γιατί μεγάλωνα, όπως όλα τα παιδιά. Κι η μητέρα μου είχε μια δερμάτινη τσάντα, με την οποία, θα την πήγαινε στον τσαγκάρη της γειτονιάς, που θα έκοβε το δέρμα από ‘κει να μου κάνει παπούτσια. Α, ήμουνα μικρός και μιλούσα αρκετά, και μου έλεγε η μητέρα μου, “Τώρα, μη φωνάζεις στο δρόμο που θα τους δεις, πού πάμε.” Ότι πάμε, δηλαδή, την τσάντα στον τσαγκάρη, να την κόψει και να μου κάνει παπούτσια. [Χ.Κ.]

Ήμασταν  όλοι υπό την κηδεμονία της γειτονιάς, δηλαδή αν φεύγαμε από την γειτονιά  πηγαίναμε πιο μακριά  σε έβλεπε  κάποιος  και σου έλεγε, τι δουλειά έχεις εδώ, πήγαινε γρήγορα στο σπίτι σου. Ήμασταν πολύ  προστατευμένα. Βέβαια δεν υπήρχε η εγκληματικότητα.  [Κ.Τ]

[...]΄Ενα από τα παιχνίδια μας [αρχές του ’50]  ήτανε όταν ερχότανε το συνεργείο του Δήμου να κλαδέψει τα κλαριά, παίρναμε τις βέργες και κάναμε τόξα. Αυτό ήτανε ΤΟ κλασικό παιχνίδι, όταν γινότανε το κλάδεμα. Όλα τα παιδιά της Κυψέλης. Παίζαμε ποδόσφαιρο στη Σπετσών και βάζαμε πέτρες που παίρναμε από την Ευβοίας που ήτανε χωματόδρομος [...] και κάναμε τα τέρματα. Τα αυτοκίνητα, όταν περνάγανε, δεν ενοχλούσανε βέβαια, γιατί περνάγανε ένα αυτοκίνητο κάθε τόσο. Και οι πέτρες μένανε για την επόμενη μέρα [...] Δεν υπήρχε θέμα να μετακινηθούν οι πέτρες που όριζαν τα γκολπόστ, γιατί δεν πέρναγαν αυτοκίνητα. [Π.Π.]

Λοιπόν ο ελεύθερος χρόνος ήτανε πολύ παιχνίδι με τα παιδιά της γειτονιάς και μάλιστα μετά τα έξι μου χρόνια που μετακομίσαμε στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας, έπαιζα με τα παιδιά που μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. Συγκεκριμένα παίζαμε το κρυφτό το κυνηγητό, όλα τα παιχνίδια μέσα στην πολυκατοικία. Ανεβοκατεβαίναμε σκάλες, υπήρχε και η σκάλα της υπηρεσίας, το ασανσέρ...Ακόμα πηδούσαμε και φράχτες πολυκατοικιών και κρυβόμασταν σε άλλη πολυκατοικία. Δεν μας ενοχλούσε, δηλαδή αυτό ότι μέναμε σε πολυκατοικία. Μαζευόμασταν στο υπόγειο, που υπήρχε ένας τεράστιος χώρος, μάλλον είχανε προβλέψει για καταφύγιο  και παίζαμε, διάφορα παιχνίδια από «πινακωτή» μέχρι «στρατιωτάκια ακούνητα – αμίλητα-αγέλαστα». Λοιπόν πολύ παιχνίδι και επίσης πολύς κινηματογράφος. Η γειτονιά ήτανε γεμάτη κινηματογράφους...Θυμάμαι το «Αελλώ», τον κινηματογράφο «Αελλώ», που υπάρχει μέχρι σήμερα σε άλλη μορφή, το  «Broadway”, θυμάμαι το  “Select”, την «Άντζελα», την «Αλόη», το «σινε Μοντ», την «Αμαλία» που ήταν στην οδό Δροσοπούλου...Τα περισσότερα από αυτά δεν υπάρχουν σήμερα. [Μ.Μ.]

Τα ηλεκτρονικά παιγνίδια μπήκαν [στη ζωή μου] όταν εμφανίστηκαν, δηλαδή το ’90, φαντάσου ότι play station 1 παίζαμε με το Γιάννη το ’96 ή όχι, παίζαμε και sega mega drive, εγώ. Βασικά εγώ πήγα και σε αμιγκάδικα, ο πρόγονος του ίντερνετ καφέ, που έχετε και εδώ από κάτω. Εγώ λοιπόν έχω κάψει ως και σε αμιγκάδικα, Amiga ήταν ένα παλιό pc, Amiga ήταν μια εταιρία που έβγαζε υπολογιστές στους οποίους έπαιζες κυρίως παιγνίδια και λεγόταν Amiga,είχε Amiga 500, Amiga 1200, 1800 και υπήρχαν πως είναι σήμερα ένα ίντερνετ καφέ αλλά παλαιολιθικό, δηλαδή άσπρος τοίχος. [Σ.Ρ.]

Αναμνήσεις από τη σχολική ζωή

30ό Δημοτικό σχολείο, απέναντι απ’ τα παπάκια. Ζει ακόμα [η κα Μαρία, δασκάλα της Α΄Δημοτικού], περνάει καμιά φορά [...] και τρέχουν τα μάτια, εντάξει, ο.k.[…] Είχαμε πραγματικούς δασκάλους τότε [...] Σταθόπουλος, Μοσχανδρέου, Σαντίκος, «ονόματα» αυτά στη Φωκίωνος, ήταν πασίγνωστοι λόγω του σχολείου και για την αυστηράδα τους. Tη   μέρα της αποφοίτησης, 12/6, την έχουμε «ζουρ φιξ» κάθε χρόνο [Σ.Κ.]

Δηλαδή, πήγαινα στο Γυμνάσιο, ήξερε [η μητέρα] ότι σε πέντε λεπτά έπρεπε να είμαι σπίτι από την ώρα που σχόλαγα. Περνάγανε τα πέντε λεπτά, στα επτά λεπτά έστελνε τον πατέρα μου φυσέκι στην Αγίου Μελετίου να δει αν έρχομαι. Ε, και μετά με τα ήθη που αλλάξανε δεν είχαμε πολλές ελευθερίες, γιατί φοβόνταν οι γονείς πάρα πολύ. Να σκεφτείς η αδερφή που γεννήθηκε το 1943, όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο, πόσο χρονών ήταν; Που κάνανε την εκδρομή της Πέμπτης Γυμνασίου, έτσι; Την πενθήμερη. Ε, δεν την άφησε η μητέρα μου να πάει. Δεν την άφηνε να πάει ούτε αυτή την εκδρομή. Και θυμάμαι που καθόταν και έκλαιγε στο παράθυρο όλη μέρα. [Σ.Μ.]

[το 8ο Γυμνάσιο] ήταν ένα απ’ τα καλύτερα [σχολεία]. Ήταν δημόσιο γυμνάσιο με τεράστιους χώρους, με μεγάλη άνεση, με πολύ ωραία αυλή, με εκκλησάκι που το γιορτάζαμε Μιχαήλ και Γαβριήλ κάθε χρόνο, με θέατρο, με εργαστήρια, με πολλά πράγματα που δεν είχαν άλλα γυμνάσια...Είχε εξαιρετικούς και καθηγητές και γυμνασιάρχες.…Ήταν εξαιρετικοί και πολύ αυστηροί…Μπορούσανε ακόμη και να χειροδικήσουν…Είχα υποστεί μερικές απ’ τις αυστηρές τους τιμωρίες. [Τ.Ζ.]


Βέβαια, εγώ από την αρχή ως το τέλος, ως την Γ’ Λυκείου, φορούσα την ποδιά. Τέλειωσα το σχολείο με την ποδιά. Ομολογώ ότι, κυρίως στην εποχή της εφηβείας δεν μου άρεσε αυτό. Ήθελα να φοράω τα ρούχα μου, ήθελα να διαλέγω κάθε μέρα το ρούχο που θα φορούσα για να πάω στο σχολείο [...] Και δεν ήτανε μόνο η ποδιά… Ήτανε η κορδέλα που έπρεπε να τραβάει πίσω τα μαλλιά, να μην υπάρχουν αφέλειες, ήτανε η κάλτσα –  δεν μας επέτρεπαν να φοράμε νάιλον κάλτσες – η κάλτσα έπρεπε να είναι ώς το γόνατο, το παπούτσι έπρεπε να είναι ίσιο, η ποδιά έπρεπε να είναι κάτω από το γόνατο, έπρεπε να υπάρχει σήμα του σχολείου και επιπλέον να φοράμε και ζώνη από το ίδιο ύφασμα με την ποδιά... Δηλαδή ήτανε όλα απόλυτα προγραμματισμένα. Κι αυτό δεν μου άρεσε…Ήθελα να επιλέγω την εμφάνισή μου. [Μ.Μ.]

Μεγαλώνοντας στην Κυψέλη

[...] δεν υπήρχαν τα ραντεβού, δεν είχαμε ραντεβού, δεν βγαίναμε, εγώ όταν πήγαινα στο μάθημα, μια φορά τη βδομάδα, δύο, περνούσα από κει, μια καλησπέρα, μία αυτή, τρεχάλα, γιατί η μάνα μου ήξερε, εφτά με οκτώ κάνω μάθημα, πόση ώρα θα κάνω να πάω, θα κάνω να γυρίσω και τα λοιπά. [Β.Λ.]

[...] Ναι, τραγουδούσαμε στα πάρτι [...] είχαμε φίλους που είχανε κιθάρα, ένας και αργότερα δύο, ε, τραγουδούσαμε, τραγουδούσαμε. Ε, όταν είχαμε...στ’ αυτοκίνητο που πηγαίναμε εκδρομές, που μεγαλώσαμε και υπήρχε αυτοκίνητο, ε, τραγουδούσαμε στις παραλίες, τραγουδούσαμε, τραγουδούσαμε πάρα πολύ. Στις ταβέρνες τραγουδούσαμε, πηγαίναμε και τα λοιπά.  [Α.Π.]

[...] και μου λέει, "Θέλεις να συναντηθούμε στην Φωκίωνος;" πάντοτε η Φωκίωνος ήτανε, λέω "Ναι" -πως µου ’ρθε και μένα- τέλος πάντων, λέω..."Είπα της μαμάς µου ότι σε γνώρισα και έφαγες επτά παγωτά και ήθελε να σε γνωρίσει." Ε, τέλος πάντων, "Ντρέπομαι," λέω, "πως θα με γνωρίσει η μαμά σου;" Λέει, "Έλα πέντε λεπτά να σε γνωρίσω." Λέω, "Καλά." Πήγα πάνω πέντε λεπτά, η πεθερά µου δεν ήξερε καλά ελληνικά, διότι είναι Αιγυπτία. Ήταν κόρη πασά και την έκλεψε ο πεθερός µου κι έτσι δεν ήξερε καλά, εκεί, η πεθερά μου ελληνικά. Με θαύμασε που έφαγα επτά παγωτά, διότι εκείνη δεν επέτρεπε στους γιούς της να φάνε επτά παγωτά. Ε, και τέλος πάντων, συνεχίσαμε την βόλτα, μετά από δυο χρόνια αρραβωνιαστήκαμε και παντρευτήκαμε, αυτό. [Α.Λ.]
        
[...] το άλλο χαρακτηριστικό επίσης του Πανελληνίου, γιατί λέγαμε ότι ήταν και μεγαλοαστική           περιοχή...Στην Αθήνα, υπήρχαν δύο χώροι τέννις, ο σύλλογος του τέννις δίπλα στο κολυμβητήριο [στον Φωκιανό, στο Στάδιο], που ήταν και υποτίθεται έτσι...αριστοκρατικός       σύλλογος και το άλλο τέννις ήταν στον Πανελλήνιο.  Είχε τα περίφημα γήπεδα τέννις, με          εντευκτήριο, που ήταν λέσχη και πήγαιναν διάφοροι κύριοι, ήταν λέσχη χαρτοπαικτική, όχι κακόφημη (γέλιο), «καλόφημη», αλλά συνδυασμός λέσχης κάποιου κόσμου εισοδηματικά άνετου, συν το τέννις             μπροστά, έδινε και μια έτσι... ένα...μια γκλαμουριά στην περιοχή τότε (γέλια). Είχε δε πολύ πλάκα, διότι ήτανε λαϊκός κόσμος, αθλητές πάλης, π.χ. που ήτανε, προερχόντουσαν από πιο λαϊκά στρώματα, αθλητές μπάσκετ και στίβου, που ήτανε από όλες τις            κατηγορίες και οι πιο αριστοκράτες παίζαν τέννις μπροστά! (γέλια).
Ήταν ένας μικρόκοσμος η Κυψέλη, είχε όλες τις τάξεις, ας το πούμε, εκείνη την εποχή[Γ.Σ]

[...] χωρίς να έχουμε αντίληψη ότι είμαστε στο κέντρο της πόλης ούτως ή άλλως μας επηρέασε ότι ήμασταν στο κέντρο της πόλης, εκ των υστέρων αναχρονιστικά, αν σκεφτείς , δεν σκεφτόμουν τότε ότι ήμουν στο κέντρο της πόλης, αλλά ήμουν στο κέντρο της πόλης και είχα πρόσβαση σε περισσότερα ερεθίσματα ή οτιδήποτε, ναι αυτό. Από την άλλη είναι το κλασσικό πόλης και επαρχίας ας πούμε, ξέρεις πιο έξω είναι πιο ήρεμα, πιο μέσα είναι πιο έντονα, κάτι τέτοιο. Εντάξει όσο μεγαλώναμε σίγουρα χρησιμοποιήσαμε το κέντρο της πόλης περισσότερο. [ Σ.Ρ]

Αιώνιοι αντίπαλοι

[...] Και δύο μεγάλα στρατόπεδα, οι Ολυμπιακοί και οι Παναθηναϊκοί [...].δηλαδή εγώ θυμάμαι, και έχω και φωτογραφίες, την μπάντα του Δήμου Αθηναίων να παίζει εδώ μπροστά [συμβολή Φωκίωνος Νέγρη και Θήρας, στο φωτο Elite] διάφορα, επειδή πήρε ο Παναθηναϊκός το πρωτάθλημα και οι κολόνες της ΔΕΗ αυτές [δείχνει έξω από το φωτογραφείο] και τα φωτιστικά να έχουνε λάβαρα του Παναθηναϊκού [γέλια], τέτοιο πράγμα, και οι Ολυμπιακοί κόντρα από πάνω μεριά ας πούμε, δηλαδή από την πλατεία. Εκεί οι Ολυμπιακοί, εδώ οι Παναθηναϊκοί, γινότανε χαμός, αλλά....υπήρανε ονόματα, δηλαδή ο Αντωνάκος, ο Μπλούλης, τότε μεγάλοι για μας, έτσι; Ήτανε τρελοί Παναθηναϊκοί, δηλαδή [...] να πληρώνει, γιατί τους πλήρωσε, νά έρθει η ορχήστρα εδώ του Δήμου και ντάμπα ντούμπα όλο το βράδυ, επειδή ο Παναθηναϊκός πήρε το πρωτάθλημα. Και βέβαια εμείς, η πιτσιρικαρία και οι νεολαίοι, από δίπλα να χαζεύουμε [...] και να συμμετέχουμε λίγο με φωνούλες, όλα αυτά... [Σ.Κ.]

1965, που παίρνει ο Ολυμπιακός το πρωτάθλημα. Θυμάμαι λοιπόν τη Φωκίωνος Νέγρη μια σωρεία τραπεζιών ενωμένων, σε διάφορες ταβέρνες, δηλ. φαντάσου τα τραπέζια να πιάνουν 30 – 40 μέτρα, δηλ. οι ταβέρνες να έχουν τα τραπέζια και πάνω λαμπιόνια, όπως βλέπουμε στις ταινίες,     αν θυμάσαι στη «Στέλλα», με σημαιάκια του Ολυμπιακού και ο κόσμος να γλεντάει και να πίνει κ.τ.λ. και να τραγουδάει τραγούδια εκεί [...] μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ας    πούμε το κέντρο των Ολυμπιακών της Αθήνας η Φωκίωνος. Νέγρη (γέλια).   [Γ.Σ.]


Διασκεδάζοντας στη Φωκίωνος Νέγρη – και όχι μόνο

[...] αν εξαιρέσει κανείς την Πλάκα, που πάντα μάζευε κόσμο για διασκέδαση, που     ήταν και οι       μπουάτ και όλα αυτά, νομίζω η δεύτερη και μάλιστα ευρύτατη σε έκταση γειτονιά διασκέδασης της Αθήνας, ήταν ο συνδυασμός πλ. Βικτωρίας, Πατησίων, Κυψέλη. [Γ.Σ.]

[...] ήτανε...το alter ego του Κολωνακίου, δηλαδή είτε Κολωνάκι παίζατε είτε Φωκίωνος παίζατε...και καμιά φορά έβγαινε και η Φωκίωνος καλύτερη απ’ το Κολωνάκι [...] ήτανε πιο χάι-κλασάτη ας το πούμε η Φωκίωνος, [Σ.Κ.]

Δηλαδή την εποχή εκείνη, τη δική μας [τέλη ’60], το μετά τις 1:00 τη νύχτα είσαι «ο αλήτης της Φωκίωνος», έτσι; Είχαμε αυτήν την ταμπέλα, οπότε δεν έπρεπε να φτάσει μία, έπρεπε να είναι, ξέρω ’γω, δωδεκάμιση, για να μην είσαι ο αλήτης της Φωκίωνος, αλλά με την τότε έννοια ο αλήτης, έτσι;  [Σ.Κ.]

[...] είμαστε…μας λέγανε « οι γιεγιέδες», αν θυμάσαι (γέλια). Η Κυψέλη ήταν η περιοχή της ξένης μουσικής, με τα συγκροτήματα, τα τότε ροκ, τα τότε ποπ κ.τ.λ. και λόγω του ότι ήταν κέντρα διασκέδασης, σινεμά, νεολαία,  πλατείες κι όλη αυτή η αίσθηση, ας το πούμε χαρούμενης απελευθέρωσης, με τα πάρτι, μ’ όλα αυτά τα πράγματα, σαν να ’μαστε λίγο πρωτοπόροι στην απελευθέρωση, στη σχέση των φύλων, να φλερτάρουμε, να κάνουμε παρέες με κοπέλες, να πηγαίνουμε μαζί και να χορεύουμε, λίγο πολύ όπως τα βλέπουμε στις ταινίες, έτσι εκεί του ’60 με το Βουτσά και τη  Λάσκαρη και τη Νόρα Βαλσάμη, τέτοιο στυλ! Έτσι!...Ναι! Αισθανόμαστε...,.και τώρα το λέω αναδρομικά, και λίγο μοντέρνοι και λίγο πρωτοποριακοί, όχι τόσο επαναστάτες, αυτό ήρθε λίγο πιο μετά (γέλια), που ήρθε και η μεγαλύτερη πολιτικοποίηση. [Γ.Σ.]

τα καλοκαίρια  στη Φωκίωνος  με τα ποδήλατα, με το Σελέκτ να ποτίζει την άσφαλτο για να δροσίσει και να χτυπάει τους δίσκους στα τραπέζια, για να φεύγουν τα πουλιά [...] κουτσουλάγανε πάνω στα τραπέζια...[Σ.Κ.]

[Στη Ρεγγίνα, στα μπιλιάρδα] όλοι οι ανήλικοι ήμασταν 18 και πάνω, για να παίζουμε μπιλιάρδα και τέτοια[...] Και το αστυνομικό τμήμα τότε δεν ήταν εδώ [στη Θήρας], ήτανε στην Υακύνθου, οπότε έπεφταν τα σήματα, «βγήκανε...», «χαίρετε» εμείς απ’ τα σφαιριστήρια (γέλια) [...] ήμασταν ανήλικοι  και τότε δεν αστειευόντουσαν, όταν μπαίνανε μέσα [η Αστυνομία]...μπαίνανε...μάζεμα, έπεφτε και καμιά ψιλή, αλλά εντάξει... έφταναν στους γονείς καμιά φορά... [Σ.Κ.]

Θυμάμαι τη Φωκίωνος Νέγρη που ήτανε από τους ωραιότερους δρόμους της Αθήνας, υπήρχανε ακόμα και εμπορικά μαγαζιά, υπήρχανε ωραίες μπουτίκ, υπήρχανε μαγαζιά με διάφορα είδη και βέβαια οι κλασσικές καφετέριες, του «Φλόκα», το «Σελέκτ»…Θυμάμαι το εστιατόριο του Παεζάνου, ένα Ιταλικό εστιατόριο, θυμάμαι το Goody’s που έγινε το 1983 στην Φωκίωνος Νέγρη και Δροσοπούλου γωνία, το 1985 λίγο πριν τις εκλογές πεζοδρομήθηκε η Φωκίωνος Νέγρη και λίγο αργότερα πεζοδρομήθηκε και η οδός Αγίας Ζώνης Ήτανε πολύ όμορφα και βγαίναμε κυρίως και πηγαίναμε στα μαγαζιά της Φωκίωνος Νέγρη. [Μ.Μ.]

[...] το παλιό ΑΤΤΙΚΟΝ ήταν το τετράγωνο Καλογερά, Σκοπέλου, Φωκίωνος Νέγρη και πλατεία. Όλο αυτό ήταν ένα κινηματοθέατρο που πρέπει να είχε φτιαχθεί το 1926 με 1930, το οποίο έγινε αργότερα τέσσερες- πέντε πολυκατοικίες. Εκεί  στο ρετιρέ έμενε ο Λάσκος με την Μπεάτα Ασημακοπούλου, πήγαινα στη δημοτικό απέναντι και κάναμε χάζι [...] μέσα σε αυτή την δεκαετία [του ’70] εξαφανίστηκε κάθε προσωπικότητα της γειτονιάς. Μείναν ελάχιστα πράγματα, και βεβαίως οι Κυψελιώτες άρχισαν σιγά-σιγά και φεύγανε. [Κ.Τ.]

[...] είχαμε και έναν γνωστό της οικογένειας,
που ήταν ο στρατηγός Ιωάννης Αβράσσογλου, Γιάννης Αβράσσογλου. Αυτός έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Και όταν μεγάλωνα εγώ, δηλαδή ’45. Ήταν ήδη πολύ μεγάλος, ίσως και 90, και το σπίτι του υπάρχει ακόμα στη πλατεία Κυψέλης και απ΄ το μπαλκόνι του που ήτανε στον πρώτο όροφο, πάνω απ’ το ισόγειο, φαινόταν η οθόνη στο “Αττικόν”. Λοιπόν, όταν οι γιαγιάδες μου πήγαιναν να επισκεφτούνε τους εξαδέρφους [...] ανεβαίναμε στο μπαλκόνι κι από ’κει έβλεπα, χωρίς να ακούω βέβαια, την ταινία, την οθόνη στο...στο “Αττικό”. [Χ.Κ.]

[...] το Ριάλτο [στην οδό Κυψέλης] ήταν το καλύτερο κινηματοθέατρο των Βαλκανίων, έτσι το λέγανε τότε. Των Βαλκανίων  ήταν όντως, γιατί δεν υπήρχε άλλο. Όλοι οι άλλοι κινηματογράφοι ήταν με χαλίκι κάτω. Αυτό ήταν πλακόστρωτο, με μάρμαρα, με θεωρεία, δηλαδή υπήρχαν τα τραπεζάκια, οι καρέκλες. Κάθε δύο καρέκλες υπήρχε τραπεζάκι που έβαζες το ποτό σου. [Σ.Μ.]

Παλιές συνήθειες, νέες γεύσεις...

Παλιά παλιά ήταν τα ταβερνάκια. Ήταν στη Χανίων ένα ταβερνάκι, πήγαινε και ο πατέρας μου. Ήταν στην Ευβοίας της Χήρας η ταβέρνα [...] Εν τω μεταξύ η μητέρα μου ήταν από την Ιθάκη, έκανε πάρα πολύ ωραία σκορδαλιά. Και όποτε μάζευε τους φίλους του στης Χήρας το ταβερνάκι, το οποίο πουλούσε κρασί και κάρβουνα, η παραγγελία του προς τη μητέρα μου ήταν σκορδαλιά και μπακαλιάρο. Και διασκεδάζαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ταβέρνες ήταν η Μυκονιάτικη γωνιά στους Αγίους Αποστόλους. Δεν ήταν ταβέρνα, αυτό ήταν κέντρο διασκέδασης κανονικό. Και θυμάμαι την Μυκονιάτικη γωνιά που στην Κατοχή πηγαίναμε και τρώγαμε εκεί. Κάνανε κάποιοι φιλάνθρωποι τέλος πάντων σαν συσσίτιο και πηγαίναμε ορισμένες Κυριακές και τρώγαμε. [Σ.Μ.]

Η Κυψέλη,  η Αγορά της Κυψέλης, ήτανε ένας καταπληκτικός τόπος συγκέντρωσης όλων των αναγκών μιας οικογένειας: τα μανάβικά της πάντα με καθημερινό ανεφοδιασμό, φρέσκα λαχανικά σαν να πήγαινες σε περιβόλι και τα διάλεγες, ένα πολύ μεγάλο καταπληκτικό παντοπωλείο -δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά ήτανε ισάξιο των μεγάλων παντοπωλείων που τότε υπήρχανε  (Θανόπουλος και λοιποί) με τα αλλαντικά τους, με τα τυριά... καταπληκτικά, λάδια, βούτυρα  εξαιρετικά, και όλη τη λεπτομέρεια που η καινούργια ζωή άρχισε να φέρνει, δηλαδή τυποποιημένα φαγητά, σάλτσες,  αυτά...ήτανε πραγματικά πάρα πολύ ωραίο. Δίπλα ήτανε το κρεοπωλείο, με καταπληκτικό..., ένα χασάπικο καταπληκτικό,   ψαράδικο - μέσα στην αγορά όλα αυτά -, πολύ φρέσκα ψάρια και πολύ, έτσι, διάφορα είδη, νομίζω ότι είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και κατεψυγμένο, χώρος για κατεψυγμένα κρέατα και ψαρικά. Και στην άκρη νομίζω ότι υπήρχε πάντα αυτό με τα μυρωδικά, βότανα, μπαχάρια και όλα αυτά,  όλη η αγορά δηλαδή ήτανε πλήρης για ένα νοικοκυριό κι αυτό ήταν πάρα πολύ ωραίο […]      [Μ.Φ.]

Η γιαγιά…ψώνιζε και κατέβαινε στη Φωκίωνος Νέγρη και πήγαινε στη Δημοτική Αγορά, από ’κει ψώνιζε, –δεν υπήρχε και τίποτε άλλο– και ανέβαινε μετά με τα πόδια [στην Άνω Κυψέλη] με τα ψώνια και στο δρόμο μίλαγε σ’ όλο τον κόσμο, κανόνιζε προξενιά, πράματα και τα λοιπά, και επίσης είχε μια μόρφωση, γιατί είχε πάει σε... εσωτερική σε σχολείο στην Κωσταντινούπολη. [Α.Π.]

στη Δημοτική αγορά της Κυψέλης, στη Φωκίωνος Νέγρη …ήτανε χαρά θεού να ψωνίζεις. Είχε μανάβικα. Είχε ψαράδικα. Είχε τυροκομικά προϊόντα, είχε ξηρούς καρπούς. Και τι δεν είχε! Ψάρια, τα πάντα... Στην πλατεία της Κυψέλης, όπου βγαίναμε βόλτα μετά τη Φωκίωνος Νέγρη, υπήρχε ένα πολύ μεγάλο ζαχαροπλαστείο, το «Ρεξ», γωνιακό, στο οποίο έχουν γυριστεί και πάρα πολλές ελληνικές ταινίες και ήτανε...είχε εξαιρετικά γλυκά … ιδιοκτήτες ήτανε οι αδελφοί Καρατζά από τη Μεσσηνία, που ήτανε του πατέρα μου πατριώτες και πηγαίναμε πολύ συχνά εκεί. [Τ.Ζ.]

Την ξέρετε την ιστορία με τη Σεράνο, την πάστα τη Σεράνο ...τούτη εδώ [δείχνει φωτογραφία σε περιοδικό] είναι υψίφωνος και έρχεται να τραγουδήσει στην Ελλάδα τότε, και το Media Luz φτιάχνει μία πάστα και λέει, πώς να την ονομάσουν, καινούρια συνταγή, δεν τη λέμε Σεράνο προς τιμήν της; [Σ.Κ.]

Μάλιστα θυμάμαι ενδεικτικά, στον Μηλιώνη [Πατησίων] το αρτοποιείο, που έφερε κάτι        καταπληκτικό για την εποχή εκείνη, έφερνε «κράπφεν» γερμανικά, αυτό το ψωμάκι με τη ζάχαρη από πάνω και μέσα μαρμελάδα και τυρόπιτες, τότε τα ζαχαροπλαστεία δεν είχαν τυρόπιτες,   τις οποίες έψηνε ο ίδιος  και ήταν από τα πολύ σημαντικά δώρα, που μπορούσανε... δηλαδή ήταν γεγονός, δεν συνέβαινε συχνά. Όταν θα ’ρχότανε η τυρόπιτα ή κάποιο κράπφεν ήταν      γεγονός (γέλια).  Και τώρα θυμήθηκα και κάτι άλλο, δεν ξέρω αν ήταν το πρώτο της Αθήνας, σίγουρα όμως ήταν απ’ τα πρώτα της Αθήνας καταστήματα με παγωτό χωνάκι, αυτό που      βγαίνει στριφογυριστό, μ’  αυτή τη φοβερή γεύση, στην Πλ. Κυψέλης...Ήμουν Α΄ Δημοτικού,  πρέπει να ήταν ’57 τότε που είχε εμφανιστεί. (γέλια) [Γ.Σ.]

[...] ο Δρίτσας, σουβλάκια, έξω απ’ την Αγορά, δηλαδή ήμασταν στέκι, πιο κάτω ο γιατρός που λέγαμε, σουβλατζίδικο πάλι, αλλά «ο γιατρός», η μπλούζα άσπρη κάθε απόγευμα ούτε λαδιές ούτε αυτά...πού θα πάμε; Στο γιατρό, βέβαια το βράδυ δεν ήτανε κατάλευκος, ξεκίναγε κατάλευκος (γέλια). [Σ.Κ.]

21η Απριλίου 1967

Έντονο, αν θέλετε έτσι, ενθύμιο της εποχής πάλι, μιλάμε ήμαστε στο Γυμνάσιο, λίγο πριν πάμε στα Πολυτεχνεία και στα Πανεπιστήμια, δεν έχουμε πάρει χαμπάρι τι γίνεται και ξυπνάμε το πρωί για να πάμε σχολείο, «τι έχει;» «πάλι απεργία έχει», ξέρω ’γω, γιατί είχαμε συνηθίσει τις απεργίες τότε, ε, θα έρθει το ΡΕΟ να μας πάρει, ναι, αλλά αντί για ΡΕΟ έρχεται τεθωρακισμένο, εμείς δεν ξέραμε και τι σημαίνει αυτό, μην κάνουμε τους έξυπνους, έτσι; [...] Εδώ στη Φωκίωνος κόσμος, όχι αστεία...την 21η Απριλίου, το πρωί τώρα μιλάμε. Το Σελέκτ δεν προλάβαινε να φτιάχνει ψωμάκια – είχε κάτι καταπληκτικά ψωμάκια – και τα ’δινε. Ο κόσμος έπαιρνε σακκούλες, γιατί κάτι θα γινότανε, εμείς δεν έχουμε καταλάβει ακόμα τι γίνεται, αλλά είναι τίγκα από κόσμο, μέχρι που βγαίνει η εντολή, η διαταγή αυτή που λέει μετά τη δύση του ηλίου ξέρω ’γω κ.τ.λ., που ερήμωσε και που ο κύριος [εννοεί τον φωτογράφο Αναστάσιο Κουτσούκο, τον γνωστό και ως κ.Elite] έχει μείνει μέσα εδώ [στο φωτογραφείο] και πίσω από ’δω [από τη βιτρίνα] προσπαθεί να φωτογραφίσει, αν βρει εικόνα... κι έχω και τέτοια εικόνα, βεβαίως, που έχω τους δύο ευέλπιδες που περπατάνε περίπολο κι είναι άαααδεια η Φωκίωνος και είναι μόνο οι δύο ευέλπιδες τότε [...].  [Σ.Κ.]


Στο φωτο Elite (Θήρας 2)


Ο Πλωρίτης έχει φέρει  τη Βουγιουκλάκη για φωτογράφιση. Και την παίρνει χαμπάρι ο κοριτσόκοσμος που γύριζε απ’ έξω […] δεν υπήρχαν βέβαια κινητά, έτσι; ναι αλλά, η φωτογράφιση διαρκεί πολλές ώρες […] οπότε ξαφνικά, όπως γίνεται η λήψη μέσα, ακούν έναν άσχημο θόρυβο, ένα “νταα” πετιέται ο πατέρας μου, λέει, κάτι γίνεται...από το σπρώξιμο κοντεύανε να σπάσουν τη βιτρίνα... οι κοπέλε...και ακούει ένα “ντα”...κάποια έπεσε κάτω, δηλαδή κάτι... ένας θόρυβος  και ...εντεκάμιση ώρα τη νύχτα ήταν αυτό […] δηλαδή ο κοπέλες ήταν  ξετρελαμένες μαζί της, έτσι; Και βέβαια όλο το γυμνάσιο το 6ο μετά, άντε να το σταματήσεις, να περνάει από ’δω, «μία φωτογραφία της Βουγιουκλάκη μας δίνετε;» [Σ.K.]

Αυτή η φωτογραφία είναι πολύ σπάνια και θα σας πω το γιατί : Ο Κουν δεν φοράει ποτέ άσπρα. Είναι πάντα με μαύρα, παντού, σε όλες του τις φωτογραφίες και σε όλη του τη ζωή μαύρο φορούσε, μαύρο πουκάμισο και με το ένα τσιγάρο άναβε το άλλο. Ο Κουν είναι εκεί και κάθεται, στο Σελέκτ, με άσπρο πουκάμισο γιατί είναι νονός και πρόκειται να βαφτίσει σε λίγο. Τον βλέπει ο πατέρας μου και του λέει «κ. Κουν, έρχεστε δυο λεφτά;», λέει «τον καφέ μου», να τον πάρει μαζί του,  και τον καφέ μαζί του. Τον είδε με άσπρο και του λέει «να σας βγάλω μια φωτογραφία», «τι να την κάνεις μωρέ τώρα, τόσες έχουμε» «μία φωτογραφία», δεν υπάρχει όμως άλλη, μία είναι η φωτογραφία με άσπρο πουκάμισο (γέλια)[Σ.Κ.]

.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου