«Πού
να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε
ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε
θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω
πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που
με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
---
Τη
νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να
σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να
σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ'
υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που
θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...
---
Κι
αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει
ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά
οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν
είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες
φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»