twitter
rss

Κείμενο της κ. Γεωργίας Βαλωμένου, εκπαιδευτικού και μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου μας, δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο http://kinisigelme.wordpress.com/

Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.


Μ. Αναγνωστάκης
 Είναι κοινά αποδεκτό πως το σχολείο δεν είναι μόνο ο χώρος όπου μεταλαμπαδεύονται από τους δασκάλους στους μαθητές γνώσεις και δεξιότητες αλλά ο χώρος όπου παιδιά και έφηβοι κοινωνικοποιούνται – και ως φορέας κοινωνικοποίησης αποτελεί έναν πολύτιμο και αναντικατάστατο θεσμό.

Kοινωνικοποίηση”; Είναι η διαδικασία με την οποία τα άτομα ως μέλη μιας κοινωνίας μαθαίνουν τις κοινωνικές αξίες και τους κοινωνικούς κανόνες της συγκεκριμένης κοινωνίας. Είναι ο τρόπος με τον οποίον το άτομο ενσωματώνεται στην κοινωνία του κι εντάσσεται στην κουλτούρα του. Μέσω της κοινωνικοποίησης, το κάθε άτομο αποκτά την κοινωνική κληρονομιά που του μεταβιβάζεται.

Η διαδικασία αυτή είναι πολύ σημαντική διότι εξασφαλίζει την ομαλή ένταξη του κάθε ατόμου στην κοινωνία, (το κάθε άτομο μαθαίνει να συμπεριφέρεται σε κάθε περίπτωση ανάλογα με την κοινωνική του θέση) και διατηρεί την κοινωνική συνοχή και την ομαλή (εύρυθμη) λειτουργία της κάθε κοινωνίας (του ισχύοντος δηλ. κοινωνικού συστήματος). [1]

 Για να παίξει το ρόλο του ως φορέας κοινωνικοποίησης το σχολείο υιοθετεί και αναπαράγει τα κυρίαρχα πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης: ιεραρχία, ομάδες, εξετάσεις, αξιολόγηση/ βαθμολόγηση, ποινή, πειθαρχία, έπαινος, διδακτική λειτουργία πάνω στο δίπολο σωστό-λάθος. Αναπαράγει επίσης και τις υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες που σχετίζονται με την κοινωνική τάξη, το μορφωτικό επίπεδο, την καταγωγή (χώρα προέλευσης αλλά και περιοχή) της οικογένειας, αλλά και με το φύλο, τη φυλή, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού.

Η κοινωνικοποίηση των παιδιών δεν είναι ουδέτερη ιδεολογικά και πολιτικά, αντιθέτως εξυπηρετεί την ανάγκη του κυρίαρχου συστήματος να αυτοαναπαράγεται και αποτελεί βασικό στοιχείο του σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής των εκάστοτε κυβερνήσεων.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι σαφής, παρότι φαίνεται να έχει περιθώρια ελευθερίας: ο εκπαιδευτικός πρέπει να μπορεί να επιβληθεί στους μαθητές, να τους νουθετεί, να τους μαλώνει, να τους τιμωρεί, να τους αξιολογεί και να τους επιβραβεύει. Αν δεν τα κάνει αυτά, μέσα στο ισχύον σύστημα αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα: οι μαθητές, εκπαιδευμένοι από τις πρώτες κιόλας τάξεις για να λειτουργήσουν εντός πλαισίου, θα τον θεωρήσουν ανάξιο σεβασμού και ο σύλλογος διδασκόντων θα τον απομονώσει .

 Θεωρητικά, το σχολείο παρέχει ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στη γνώση και τη μόρφωση και διευκολύνει την λεγόμενη «κοινωνική κινητικότητα», το πέρασμα δηλαδή από μια οικονομικοκοινωνική τάξη σε μια άλλη, ανώτερη, μέσα από τις σπουδές και την επακόλουθη κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση που αυτές προσφέρουν.  Η Ελλάδα είναι μια χώρα που κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρουσίασε υψηλά (για τα διεθνή δεδομένα) ποσοστά κοινωνικής κινητικότητας, επομένως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο ως προς αυτό. Η επιτυχία αυτή βασίζεται σε ένα βαθμό στην «αγάπη» των Ελλήνων για την ανώτατη εκπαίδευση, ένα χαρακτηριστικό που σχετίζεται από τη μια με ιστορικές και πολιτισμικές καταβολές (Ακαδημία Πλάτωνος- το πρώτο σχολείο, Επτά σοφοί της αρχαιότητας, Κοσμάς ο Αιτωλός, Κρυφό σχολειό κλπ) από την άλλη και με μια πιο πραγματιστική αντίληψη συμφέροντος αφού ο «σπουδαγμένος» είχε σαφές πλεονέκτημα έναντι του «αγράμματου» στην διεκδίκηση μιας «καλύτερης ζωής».

Την ίδια περίπου περίοδο, τις τελευταίες δηλαδή δεκαετίες, και με την ανοχή όλων ανθεί η παραπαιδεία. Οι οικογένειες δεσμεύουν σημαντικό τμήμα του οικογενειακού προϋπολογισμού τους για την ενίσχυση των μαθητών προκειμένου να επιτύχουν την είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσω εξετάσεων των οποίων τα θέματα είναι πανελλαδικά και κατά βάση δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο του ολοένα και πιο υποβαθμισμένου δημόσιου σχολείου και απαιτούν φροντιστηριακά μαθήματα.

Η οικονομική κρίση που «έπληξε τη χώρα» (όπως συνηθίζουν να λένε τα συστημικά ΜΜΕ ωσάν να πρόκειται για θεομηνία χωρίς υπαίτιους), καθιστά την φροντιστηριακή ενίσχυση των μαθητών μια πολυτέλεια απρόσιτη για πολλές οικογένειες. Την ίδια στιγμή, το «νέο λύκειο», σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2013, γίνεται ακόμα πιο εξετασιοκεντρικό αφού τα μισά από τα θέματα των προαγωγικών εξετάσεων από τη μία τάξη στην άλλη θα είναι πανελλαδικά, από τράπεζα θεμάτων. Έτσι το υπουργείο μπορεί να «ρυθμίζει» το ποσοστό των επιτυχόντων μέσα από την δυσκολία των θεμάτων. Και δεδομένου ότι όλα τα σχολεία δεν είναι ίδια, λόγω των κοινωνικών και μορφωτικών ανισοτήτων, οι οποίες έχουν και χωρικές κατανομές, οι αποτυχόντες μαθητές θα προέρχονται από τα «κατώτερα στρώματα», την εργατική τάξη, τους μετανάστες, τις φτωχές περιοχές, κοντολογίς το λαό.

Η σχολική αποτυχία ευνόητα θα οδηγήσει στη μαθητική διαρροή, στην εγκατάλειψη δηλαδή του σχολείου και στην αποένταξη των παιδιών από την κοινωνική δομή που τους αντιστοιχεί. Έτσι θα πληθύνει ακόμη περισσότερο η λεγόμενη «γενιά ΝΕΕΤ» (Not in Education, Employment or Training) (στη χώρα μας αυξημένη κατά 54,7% μεταξύ 2008 και 2011)[2]. Σε μια διαλυμένη «αγορά», σε μια διαλυμένη κοινωνία τελικά, η εγκατάλειψη του σχολείου οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα στο κοινωνικό περιθώριο με ότι αυτό συνεπάγεται.

 Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορεί ο εκπαιδευτικός, αξιώνοντας τον τίτλο του δασκάλου να αντισταθεί τόσο στον δεδομένο από δεκαετίες θεσμικό ρόλο του σχολείου ως φορέα αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων, όσο, κυρίως, στην περεταίρω  εξαθλίωσή του που επιφέρει η σημερινή κρίση μέσω της όξυνσης των ανισοτήτων αυτών.

Ο δάσκαλος έχει τη δυνατότητα να κάνει το μάθημά του ευέλικτο, να παρέχει στους μαθητές του ίσες ευκαιρίες μέσα από την εξατομίκευση της διδασκαλίας, αλλά και να προσφέρει μια παρήγορη και αγαπητική παρουσία σε παιδιά που ζουν πλέον σε καθεστώς στερήσεων, ανασφάλειας, ακόμα και πείνας.

Έχει ακόμα τη δυνατότητα να δείξει έμπρακτη κοινωνική αλληλεγγύη προσφέροντας το χρόνο του για να ενισχύσει τους αδύναμους μαθητές σε δομές αλληλέγγυων μαθημάτων που έχουν δημιουργηθεί και δημιουργούνται συνεχώς.

Κυρίως όμως, έχει την υποχρέωση να αντισταθεί, με όλες του τις δυνάμεις, μέσα από τα συλλογικά του όργανα, στον ίδιο του τον εξανδραποδισμό και στην απαξίωση του λειτουργήματός του και να δώσει δύο μαθήματα.

Το ένα μάθημα είναι προς τους μαθητές του και είναι το μάθημα της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης, το μάθημα της αντίστασης.

Το άλλο μάθημα πρέπει να το δώσει σ’ αυτούς που σφετεριζόμενοι την λαϊκή εντολή και υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα πολύ λίγων εξαθλιώνουν το λαό αυτής της χώρας.

Είμαστε δάσκαλοι, ας τους δώσουμε ένα μάθημα.

Γεωργία Βαλωμένου

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου